- ὀλιγόρριζος
- ὀλῐγό-ρριζος, ον,A with few roots, Id.HP1.6.3, Gp.4.1.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγόρριζος — ὀλιγόρριζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει λίγες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + ρριζος (< ρίζα)] … Dictionary of Greek
ὀλιγόρριζος — with few roots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόρριζον — ὀλιγόρριζος with few roots masc/fem acc sg ὀλιγόρριζος with few roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόρριζα — ὀλιγόρριζος with few roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek